11 Μαρ 2015

“Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει” - “Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει…”: η απάντηση του Νίκου Καββαδία στον Καίσαρα Εμμανουήλ

Ο Νίκος Καββαδίας δημοσίευσε το 1933 την ποιητική συλλογή “Μαραμπού”. Ανάμεσα στα ποιήματα της συλλογής συμπεριλαμβάνεται και το ποίημα “Γράμμα στόν ποιητή Καίσαρα Ἐμμανουήλ” με το οποίο φέρεται να απαντά σε κάποιους στίχους του Εμμανουήλ.
Συγκεκριμένα, στο ποίημα του  Καίσαρα Εμμανουήλ TAEDIUM VITAE” συναντώνται δύο φορές οι στίχοι “Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει” ενώ ο Νίκος Καββαδίας στο δικό του ποίημα απαντά “ Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει… ”

Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, το ποίημα του Νίκου Καββαδία το οποία φέρεται να απαντά στο ποίημα του  Καίσαρα Εμμανουήλ δημοσιεύτηκε πρώτο (το 1933 στην ποιητική συλλογή "Μαραμπού"), ενώ το ποίημα του Εμμανουήλ “Taedium Vitae” [Κουρασμένος από τη ζωή] δημοσιεύτηκε στη ποιητική συλλογή “Stillae sanguinis” [Σταγόνες αίματος] το 1951, δηλαδή 18 χρόνια μετά το ποίημα του Καββαδία.
Μια λογική εξήγηση θα ήταν το ποίημα του Εμμανουήλ να είχε δημοσιευτεί σε κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής πολλά χρόνια προτού εκδοθεί η συλλογή “Stillae sanguinis”, απ’ όπου και να το διάβασε ο Καββαδίας ώστε να εμπνευστεί την απάντησή του. 


TAEDIUM VITAE (του Καίσαρα Εμμανουήλ)

Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει.

Του δωματίου σου η χλιδή, η ευωδιαστή ατμοσφαίρα,
το σώμα σου, ένα αμάλγαμα από σμάλτο και κοράλλι,
που ως τρόπαιο, ακόλαστη, όρθωσες μπροστά μου αχτινοβόλο,
λυτή την άγρια αφήνοντας αγέλη των ιμέρων,
όπλα σκληρά είναι που χτυπούν απελπισμένα απόψε
  τα σινικά της πλήξης μας τα τείχη!

Προς τη Σιωπή με τα πικρά και σφραγισμένα χείλη
έχω, οδοιπόρος που η σκληρή θύελλα μαστίζει, στρέψει.
Σ’ αυτή την επικίνδυνη και σκοτεινή καμπύλη,
όταν ωραία θα φλέγεσαι, μαρμάρινη εσύ στήλη,
μη με ζητήσεις: μιά κλειστή θα κρούεις και ξένη πύλη!

Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει.

Από μια κούραση βαθιά θανατωμένες πέφτουν,
πέφτουν και σήπονται σωρό των στοχασμών οι αλκυόνες
μες στου κρανίου μας τις βουβές και νυχτωμένες κόχες.

Κάτω απ’ αυτό το αχάτινο του πολυελαίου μας φέγγος
(σα να θρηνεί στην οροφή μια τρυφερή σελήνη!)
μες στην πυκνή κι ευωδιαστή της κοίτης σου ατμοσφαίρα,
όπου η ηδονή σα θάνατος φενακισμένος έρπει,
μια μέθη αλλόκοτη η θολή γεύεται απόψε σκέψη:
πως ρόδα εβένινα ο ουρανός από ψηλά κυλώντας,
μια πομπική, νεκρώσιμη μας ετοιμάζει στέψη!

*Ο Καίσαρας Εμμανουήλ (1902-1970) ήταν ποιητής και μεταφραστής του μεσοπολέμου.  Συγκεκριμένα έγραψε τις ποιητικές συλλογές:
Ο παράφωνος αυλός (1929) -- Δώδεκα σκυθρωπές μάσκες (1931) -- Η δυναστεία των χιμαιρών (1940) και Stillae sanguinis (1951).
Μια από τις πιο γνωστές του μεταφράσεις ήταν «Το κοράκι» του Edgar Alan Poe (1932).
Ο ποιητής μετά το 1953 εργάστηκε στην εκπαίδευση και πέρασε από την Κύπρο, την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο και την Ισμαηλία.  


Γράμμα στόν ποιητή Καίσαρα Ἐμμανουήλ (του Νίκου Καββαδία)

«Φαίνεται πιὰ πὼς τίποτα -
τίποτα δὲν μᾶς σώζει...»
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

Ξέρω ἐγὼ κάτι ποὺ μποροῦσε, Καῖσαρ, νὰ σᾶς σώσει.
Κάτι ποὺ πάντα βρίσκεται σ᾿ αἰώνια ἐναλλαγή,
κάτι ποὺ σχίζει τὶς θολὲς γραμμὲς τῶν ὁριζόντων,
καὶ ταξιδεύει ἀδιάκοπα τὴν ἀτέλειωτη γῆ.

Κάτι ποὺ θά ῾κανε γοργὰ νὰ φύγει τὸ κοράκι,
ποὺ τοῦ γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τὰ χαρτιά·
νὰ φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τὰ φτερά του,
πρὸς κάποιαν ἀκατοίκητη κοιλάδα τοῦ Νοτιᾶ.

Κάτι ποὺ θά ῾κανε τὰ ὑγρά, παράδοξά σας μάτια,
ποὺ ἁβρὲς μαθήτριες τ᾿ ἀγαποῦν καὶ σιωπηροὶ ποιηταί,
χαρούμενα καὶ προσδοκία γεμάτα νὰ γελάσουν
μὲ κάποιον τρόπο πού, ὅπως λέν, δὲ γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, ποὺ μποροῦσε, βέβαια, νὰ σᾶς σώσει.
Ἐγὼ ποὺ δὲ σᾶς γνώρισα ποτέ... Σκεφτεῖτε... Ἐγώ.
Ἕνα καράβι... Νὰ σᾶς πάρει, Καῖσαρ... Νὰ μᾶς πάρει...
Ἕνα καράβι ποὺ πολὺ μακριὰ θὰ τ᾿ ὁδηγῶ.

Μία μέρα χειμωνιάτικη θὰ φεύγαμε.
- Τὰ ρυμουλκὰ περνώντας θὰ σφυρίζαν,
τὰ βρωμερὰ νερὰ ἡ βροχὴ θὰ ράντιζε,
κι οἱ γερανοὶ στοὺς ντόκους θὰ γυρίζαν.

Οἱ πολιτεῖες οἱ ξένες θὰ μᾶς δέχονταν,
οἱ πολιτεῖες οἱ πιὸ ἀπομακρυσμένες
κι ἐγὼ σ᾿ αὐτὲς ἁβρὰ θὰ σᾶς ἐσύσταινα
σὰν σὲ παλιές, θερμές μου ἀγαπημένες.

Τὰ βράδια, βάρδια κάνοντας, θὰ λέγαμε
παράξενες στὴ γέφυρα ἱστορίες,
γιὰ τοὺς ἀστερισμοὺς ἢ γιὰ τὰ κύματα,
γιὰ τοὺς καιρούς, τὶς ἄπνοιες, τὶς πορεῖες.

Ὅταν πυκνὴ ἡ ὁμίχλη θὰ μᾶς σκέπαζε,
τοὺς φάρους θὲ ν᾿ ἀκούγαμε νὰ κλαῖνε
καὶ τὰ καράβια ἀθέατα θὰ τ᾿ ἀκούγαμε,
περνώντας νὰ σφυρίζουν καὶ νὰ πλένε.

Μακριά, πολὺ μακριὰ νὰ ταξιδεύουμε,
κι ὁ ἥλιος πάντα μόνους νὰ μᾶς βρίσκει·
ἐσεῖς τσιγάρα «Κάμελ» νὰ καπνίζετε,
κι ἐγὼ σὲ μία γωνιὰ νὰ πίνω οὐΐσκυ.

Καὶ μία γριὰ στὸ Ἀννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μία γριὰ σ᾿ ἕνα πολύβοο καφενεῖο -
μία αἱμάσσουσα καρδιὰ θὰ μοῦ στιγμάτιζε,
κι ἕνα γυμνό, στὸ στῆθος σας, κρανίο.

Καὶ μία βραδιὰ στὴ Μπούρμα, ἢ στὴ Μπατάβια
στὰ μάτια μίας Ἰνδῆς ποὺ θὰ χορέψει
γυμνὴ στὰ δεκαεφτὰ στιλέτα ἀνάμεσα,
θὰ δεῖτε - ἴσως - τὴ Γκρέτα νὰ ἐπιστρέψει.

Καῖσαρ, ἀπὸ ἕνα θάνατο σὲ κάμαρα,
κι ἀπὸ ἕνα χωματένιο πεζὸ μνῆμα,
δὲ θά ῾ναι ποιητικότερο καὶ πι᾿ ὄμορφο,
ὁ διαφέγγος βυθὸς καὶ τ᾿ ἄγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ἀνεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνὸς κι ἀθάλη»,
ποὺ ἴσως διαβάζοντας τὰ νὰ μὲ οἰκτίρετε,
γελώντας καὶ κουνώντας τὸ κεφάλι.

Ἡ μόνη μου παράκληση ὅμως θά ῾τανε,
τοὺς στίχους μου νὰ μὴν εἰρωνευθεῖτε.
Κι ὅπως ἐγὼ γιὰ ἕν᾿ ἀδερφὸ ἐδεήθηκα,
γιὰ ἕναν τρελὸν ἐσεῖς προσευχηθεῖτε.

Το ποίημα του Νίκου Καββαδία “Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ” μελοποιήθηκε και τραγουδήθηκε από τον Δημήτρη Ζερβουδάκη. Το τραγούδι πήρε τον τίτλο “Γράμμα σ’ έναν ποιητή” και συμπεριλήφθητε στον δίσκο “Ακροβάτης” (1989):

Δεν υπάρχουν σχόλια: