23 Μαρ 2018

Ιστορία των Κυπριακών Βιβλιοθηκών


ΜΕΡΟΣ Α

Απόσπασμα της ανακοίνωσης του Ανδρέα Καπανδρέου με τίτλο «Κυπριακές Βιβλιοθήκες: ιστορία, παρόν, μέλλον» που έγινε στο πλαίσιο της ημερίδας “Βιβλιοθήκες του Ελληνισμού"  (Αθήνα, Σπίτι της Κύπρου, 20 Ιαν. 2018) – Μέρος Α.

Αρχαιότητα

Η Κύπρος από την αρχαιότητα αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνισμού. Αυτό αποδεικνύεται και από την πληθώρα αρχαίων κυπρίων συγγραφέων τα γραφόμενα των οποίων διασώζονται μέχρι και σήμερα.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Ανδρέας Βοσκός «Ό,τι σώζεται από την αρχαία κυπριακή γραμματεία είναι γραμμένο στην ελληνική γλώσσα και εμφανίζει τα ίδια γενικά και ειδικά χαρακτηριστικά με την αντίστοιχη πνευματική παραγωγή κάθε άλλης ελληνικής γωνιάς, τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο».[1]
Είναι γεγονός πως παρόλο που κάποια από τα έργα των αρχαίων κυπρίων συγγραφέων έχουν χαθεί, γνωρίζουμε την ύπαρξή τους μέσα από αναφορές για αυτά σε άλλα βιβλία. Είναι και άλλα έργα που σώζονται αποσπασματικά ενώ υπάρχουν και κάποια βιβλία που διασώθηκαν και κοσμούν μέχρι σήμερα βιβλιοθήκες σε όλο τον κόσμο. Ενδεικτικά αναφέρεται η πραγματεία του Απολλώνιου Κιτιέα (1ο αι. π.Χ.) με τίτλο «Περί Άρθρων», ένα ιατρικό βιβλίο βασισμένο στις θεωρίες του Ιπποκράτη, το οποίο διασώζεται στη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη στη Φλωρεντία της Ιταλίας.

Μαρτυρίες για βιβλιοθήκες στην Κύπρο κατά την αρχαιότητα


Ελάχιστες είναι οι πηγές που έχουμε σχετικά με την ύπαρξη βιβλιοθηκών στην Κύπρο κατά την αρχαιότητα.
Σύμφωνα με μαρτυρίες ο Ζήνωνας (3ος αι. π.Χ.) ο ιδρυτής της Στωικής Σχολής είχε δική του ιδιωτική βιβλιοθήκη στη γενέτειρα του το Κίτιο (σημερινή Λάρνακα). Εκεί διάβασε για πρώτη φορά φιλοσοφία από βιβλία που αγόραζε ο έμπορας πατέρας του που ταξίδευε συχνά από την Αθήνα.[2]

Η πρώτη γραπτή μαρτυρία για ύπαρξη δημόσιας βιβλιοθήκη στην Κύπρο (η οποία αναφέρεται ως “βιβλιοφυλάκιον”) είναι αυτή της αρχαίας πόλης των Σόλων. Σύμφωνα με επιγραφή που βρέθηκε και η οποία χρονολογείται π. 126 μ.Χ.,  ο Απολλώνιος,  ιερέας του ναού της Κυβέλης στους Σόλους ήταν ταυτόχρονα και ο υπεύθυνος αυτής της βιβλιοθήκης.[3]

Ρωμαϊκή Εποχή

Εάν λάβουμε υπόψη τη συνήθεια των Ρωμαίων να δημιουργούν δημόσιες και ιδιωτικές  βιβλιοθήκες σε όλη την αυτοκρατορία, εικάζουμε ότι κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκή επικυριαρχίας στη νησί θα πρέπει να υπήρχε τουλάχιστο μια τέτοια βιβλιοθήκη στην Πάφο, πρωτεύουσα τότε του νησιού, προς εξυπηρέτηση των αξιωματούχων της αυτοκρατορίας.[4] 
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο εντοπίζουμε μια γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη, ιδιωτικής αυτή τη φορά βιβλιοθήκης, στο έργο «Δειπνοσοφιστές» του Αθήναιου του Ναυκρατίτη το οποίο γράφτηκε στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ.
Ο Αθήναιος, μεταξύ άλλων, αναφέρεται και στη θαυμαστή, όπως την αποκαλεί, Βιβλιοθήκη του Νικοκράτη του Κύπριου.[5]


Χριστιανική Εποχή

Η Κύπρος αποτέλεσε ένα από τα πρώτα κέντρα λατρείας του χριστιανικού κόσμου.  Ως εκ τούτου πολλοί χριστιανικοί κώδικες και χειρόγραφα γράφτηκαν σε κυπριακά μοναστήρια τα οποία οι διάφοροι ανά τους αιώνες κατακτητές του νησιού φρόντισαν να  μεταφέρουν στις μητροπόλεις  τους γι’ αυτό και σήμερα βρίσκονται διάσπαρτα σε γνωστές βιβλιοθήκες της Ευρώπης (Βατικανό, Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, Βρετανική Βιβλιοθήκη, κ.ά.)[6].

Φραγκοκρατία

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στη Κύπρο, γνωρίζουμε για την ύπαρξη βιβλιοθηκών στην αυλή των  Λουζινιανών καθώς και σε εκκλησίες και μοναστήρια.  Συγκεκριμένα, μέσα από το ταξιδιωτικό βιβλίο για την Κύπρο («Description de toute l'isle de Cypre») που εξέδωσε το 1580 στο Παρίσι ο Etienne de Lusignan,  μαθαίνουμε για την ύπαρξη της Βιβλιοθήκης της εκκλησίας του Αγίου Δομίνικου στη Λευκωσία αφού τα βιβλία που υπήρχαν σε αυτήν αποτέλεσαν πηγή άντλησης στοιχείων από τον συγγραφέα. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων αναφέρει ότι εκεί βρήκε βιβλία πολλών συγγραφέων της κλασσικής περιόδου (Στράβωνα, Πλούταρχο, Πλάτωνα, Πλίνιο). 
Τη δράση των μοναστηριών ως «κέντρα καλλιέργειας των ελληνικών γραμμάτων και αντιγραφής χειρογράφων» μας την επιβεβαιώνει και ο χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς στο Χρονικό του.[7]

Ανακάλυψη της τυπογραφίας

Η εφεύρεση της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο το 1456, άλλαξε άρδην τον τρόπο μετάδοσης της γνώσης, των ιδεών και των γραμμάτων. Όπως ήταν φυσικό επακόλουθο επηρέασε και τις βιβλιοθήκες οι οποίες πλέον θα άφηναν τα χειρόγραφα και θα υποδέχονταν πλήθος έντυπου υλικού.
Από τις πηγές γνωρίζουμε πως στην Κύπρο  άργησε να φτάσει η τυπογραφία. Οι εύποροι και γραμματιζούμενοι Κύπριοι, όταν ήθελαν κάποιο βιβλίο, το παράγγελλαν στα μεγάλα και γνωστά ελληνικά τυπογραφία που υπήρχαν την εποχή εκείνη στην Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα στη Βενετία.
Ένα τέτοιο βιβλίο, ίσως το αρχαιότερο γραμμένο από Κύπριο με κυπρολογική θεματολογία, είναι αυτό του Νεόφυτου Ροδινού με τίτλο “Περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων, αγίων και άλλων ονομαστών ανθρώπων όπου εβγήκασιν απ΄ το Νησί της Κύπρου”, που εκδόθηκε στη Ρώμη το 1659. 

Τουρκοκρατία

Από το 1753 λειτουργούσε στη Λευκωσία σχολή με την ονομασία «Ελληνομουσείον» με δική της μικρή βιβλιοθήκη.
Η πιθανότητα να υπήρχαν βιβλιοθήκες σε μοναστήρια και εκκλησίες ενισχύεται από τον αριθμό των κυπριακών χειρογράφων που βρίσκονται σήμερα στις μεγάλες βιβλιοθήκες του Παρισιού, του Λονδίνου, του Βατικανού και αλλού.[8]
Το 1812 αποτελεί έτος αναφοράς λόγω της ίδρυσης της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας στην οποία γνωρίζουμε πως υπήρχε μικρή βιβλιοθήκη. Η εν λόγω Σχολή μετεξελίχθηκε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και η Βιβλιοθήκη της αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία της νέας σχολικής βιβλιοθήκης.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας γνωρίζουμε την ύπαρξη ακόμα δύο βιβλιοθηκών. Η μία ιδρύθηκε το 1821 στην Αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία όπου συγκέντρωσε βιβλία που διασώθηκαν από διάφορες εκκλησίες και μοναστήρια του τόπου.
Η δεύτερη χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα όπου η Οθωμανική κυβέρνηση της Κύπρου δημιούργησε τη Βιβλιοθήκη του Sultan Mahmut του Β΄, μια μικρή συλλογή με τουρκικά, αραβικά και περσικά έργα.


Αγγλοκρατία (1878-1960)

Από το 1878 και έπειτα όπου η Κύπρος περνά υπό βρετανική διοίκηση, παρατηρήθηκε αυξημένη εισαγωγή βιβλίων κυρίως από την Ελλάδα και την Αγγλία.
Η πρώτη δημόσια βιβλιοθήκη της εποχής ιδρύθηκε το 1933 στη Λευκωσία από την εκκλησία της Φανερωμένης με ειδίκευση στα κυπρολογικά και τα βυζαντινολογικά βιβλία.[9]
Την ανάπτυξη των βιβλιοθηκών κατά την Αγγλοκρατία στην Κύπρο βοήθησε ο διακηρυγμένος στόχος των Βρετανών για μείωση του αναλφαβητισμού αλλά και η φιλοσοφία της διοίκησης τους που περιλάμβανε τήρηση αρχείων. Αν αναλογιστεί κανείς πως με την άφιξη των Βρετανών το 74.2% δεν γνώριζε γραφή και ανάγνωση[10]  και μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ένας στους δύο Κύπριους  ήξεραν να διαβάζουν και να γράφουν[11], αντιλαμβανόμαστε πως οι Βρετανοί κατάφεραν και πέτυχαν σχετικά νωρίς τον στόχο τους. Σε αυτό φυσικά συνέβαλε ήδη από τα πρώτα χρόνια της αγγλικής διοίκησης στο νησί και η δημιουργία βιβλιοθηκών σε διάφορα κυβερνητικά τμήματα (Κυπριακό Μουσείο, Τμήμα Αρχαιοτήτων, Αστυνομική Ακαδημία κ.ά.), η δημιουργία δημοτικών βιβλιοθηκών (Λευκωσίας, Λεμεσού, Λάρνακας, Πάφου, Αμμοχώστου) κατά τις δεκαετίες του 1940 και του 1950, καθώς και σχολικών βιβλιοθηκών (English School, Παγκυπρίου Γυμνασίου).
Φυσικό επακόλουθο των πιο πάνω ήταν και η ίδρυση του πρώτου τυπογραφείου στο νησί. Παρόλο που το αρχαιότερο βιβλίο που εκδόθηκε στην Κύπρο ένα δίφυλλο με ποιήματα του Θρασύβουλου Ρώπα (με την ένδειξη «εποίουν εν Κύπρω μηνί Ιανουαρίου 1873») το πρώτο οργανωμένο τυπογραφείο στο νησί στήθηκε το 1878.
Συγκεκριμένα, το χρονιά αυτή ο Θεόδουλος Φ. Kωνσταντινίδης, έφερε από την Aλεξάνδρεια της Αιγύπτου το τυπογραφείο του στη Λάρνακα όπου και εξέδωσε την πρώτη κυπριακή εφημερίδα, τη δίγλωσση Kύπρος/Cyprus. Όπως είναι λογικό η ανάπτυξη της τυπογραφίας στην Κύπρο και η παραγωγή βιβλίων βοήθησε στη δημιουργία νέων βιβλιοθηκών και στον εμπλουτισμό αυτών που υπήρχαν.
Ορόσημο στην ανάπτυξη των κυπριακών βιβλιοθηκών και στη διάσωση των βιβλίων της εποχής αποτέλεσε ο νόμος του 1887 που προνοούσε την υποχρεωτική κατάθεση στη Βρετανική Αρχιγραμματεία ενός αντιτύπου κάθε βιβλίου που εκδιδόταν στην Κύπρο. Με βάση τον ίδιο νόμο δύο αντίτυπα του ίδιου βιβλίου στέλνονταν επίσης στο Τμήμα Έντυπου Υλικού του Βρετανικού Μουσείου στο Λονδίνο. Είναι ακριβώς γι’ αυτό το λόγο που αρκετά βιβλία της εποχής εκείνης, ενώ δεν υπάρχουν σε κυπριακές βιβλιοθήκες, μπορούν σήμερα να εντοπιστούν στη Βρετανία.
Κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας παρατηρούμε επίσης την ανάπτυξη σημαντικών ιδιωτικών συλλογών από εύπορους και μορφωμένους κατοίκους του νησιού (όπως ο Άγγλος διοικητής της Λάρνακας Claude Delaval Cobham στη Λάρνακα, ο πρόξενος της Σουηδίας και βιβλιόφιλος Λουκής Z. Πιερίδης, και ο βιβλιόφιλος Δημήτριος Ν. Μαραγκός στην Αμμόχωστο).


Κυπριακή Δημοκρατία (1960-1974)

Στα χρόνια της Ανεξαρτησίας με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, εντοπίζουμε την τροποποίηση του Νόμου του 1887 περί υποχρεωτικής κατάθεσης βιβλίων καθώς τώρα όριζε την φύλαξη τριών αντιτύπων από κάθε βιβλίο στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών στη Λευκωσία.
Βιβλιοθήκες δημιουργήθηκαν σε νεοσυσταθέντα κυβερνητικά τμήματα και άλλους οργανισμούς (Βουλή των Αντιπροσώπων Κύπρου, Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών κ.ά.).
Το 1961 ξεκίνησε ο θεσμός των κοινοτικών βιβλιοθηκών και αναπτύχθηκε αρκετά
με εξαίρεση την περίοδο μεταξύ 1964-1965 όπου λόγω των διακοινοτικών ταραχών (μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων) το ενδιαφέρον για αυτές μειώθηκε. Λίγο πριν την εισβολή στην Κύπρο υπήρχαν συνολικά 95 κοινοτικές βιβλιοθήκες.
Με την ανεξαρτησία (1960) λειτούργησαν για πρώτη φορά και τρεις κινητές βιβλιοθήκες, από τις οποίες η μία είχε δοθεί  ως δωρεά από την Ελληνική Κυβέρνηση και η άλλη από  την UNESCO. Στόχος τους ήταν η εξυπηρέτηση των επαρχιών και των απομακρυσμένων χωριών. Ο θεσμός των Κινητών βιβλιοθηκών αδρανοποιήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980.


Τουρκική εισβολή 1974

Κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 πολλές συλλογές βιβλιοθηκών καταστράφηκαν ολοσχερώς ή έπαθαν σοβαρές ζημιές.  Με την εισβολή χάθηκε και η σπουδαία για την εποχή  Δημοτική Βιβλιοθήκη Αμμοχώστου καθώς και το 37%, περίπου, των κοινοτικών βιβλιοθηκών. Επίσης,  η κινητή βιβλιοθήκη η οποία ήταν δωρεά από την UNESCO έπεσε στα χέρια των Τούρκων και χάθηκε. Από τους τουρκικούς βομβαρδισμούς καταστράφηκε και η κεντρική αποθήκη βιβλίων του Υπουργείου Παιδείας και χάθηκαν βιβλία αξίας άνω των 500.000 λιρών.
Χάθηκαν επίσης και αξιόλογες ιδιωτικές συλλογές με σπάνια βιβλία και κώδικες. Η τύχη της μεγάλης και μοναδικής ιδιωτικής κυπρολογικής βιβλιοθήκης του Δημήτρη Μαραγκού στην Αμμόχωστο αγνοείται μετά την τουρκική εισβολή, ενώ την ίδια τύχη είχε και η ιδιωτική βιβλιοθήκη του ερευνητή Κυριάκου Χατζηιωάννου.

Κυπριακή Δημοκρατία (1974 - σήμερα)

Στα πρώτα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο υπήρξε μια  αδράνεια στην ανάπτυξη των βιβλιοθηκών η οποία δικαιολογείται από το κοινωνικοπολιτικό σοκ που υπέστηκε ολόκληρη η κυπριακή κοινωνία.
Ίδρυση νέων βιβλιοθηκών έχουμε μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980 όταν και η οικονομία της χώρας άρχισε να βελτιώνεται (Βιβλιοθήκη Ανώτερου Δικαστηρίου, Βιβλιοθήκη Κέντρου Μελετών Ιερού Ναού Κύκκου, Κυπριακή Βιβλιοθήκη, Δημοτική Βιβλιοθήκη Αγλαντζιάς κ.ά.).
Τη δεκαετία του 1990 η τάση για δημιουργία βιβλιοθηκών υπήρξε ακόμα πιο έντονη (Αχίλλειος Βιβλιοθήκη – Δημοτική Βιβλιοθήκη Λευκωσίας, Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Κύπρου, Δημοτική Βιβλιοθήκη Στροβόλου, Δημοτική Βιβλιοθήκη Λακατάμιας, Βιβλιοθήκη / Κέντρο Ευρωπαϊκής Τεκμηρίωσης) και η τάση αυτή συνεχίστηκε και μετά το 2000 (Ελπινίκειος Βιβλιοθήκη, Βιβλιοθήκη Ανοικτού Πανεπιστημίου, Βιβλιοθήκη ΤΕΠΑΚ.

[Στο επόμενο τεύχος διαβάστε τη συνέχεια: «Κυπριακές Βιβλιοθήκες – Σημερινή Κατάσταση»]




[1] Βοσκός, Ανδρέας. Κύπρος: η λεηλασία ενός πολιτισμού, σ.83.
[2] Casson, Lionel. Libraries in the Ancient World, σ.27.
[3] Τ.Β. Mitford, Annual of the British School at Athens 42, 1947, 201-206, αρ. 1, εικ. στη σελ. 202. 
[4] Reid-Smith, Edward R. Books and Libraries in Cyprus, σ. 11.
[5] Αθήναιος. Δειπνοσοφιστές, σ. 13.
[6] Reid-Smith, Edward R. Books and Libraries in Cyprus, σ. 32.
[7] Παπανικόλα Μπακιρτζή, Δήμητρα. Κύπρος: η λεηλασία ενός πολιτισμού,. σ.  95.
[8] Πιερίδης, Γ. Φ. Βιβλία και Βιβλιοθήκες, σ.41.
[9] Στεφάνου Κώστας. Βιβλιοθήκες στην Κύπρο, σ.5.
[10] Report and General Abstracts of the Census of 1911, Taken on the 2nd April, 1911, London 1912.
[11] Percival David Athelstane, Cyprus Census of Population and Agriculture 1946, Report, Nicosia 1949.

-  Το Μέρος Α' δημοσιεύτηκε στο διμηνιάιο περιοδικό τεχνών και πολιτισμού Διόραμα (τχ.16, σ.4-7)


Για να διαβάσετε το Μέρος Β' πατήστε εδώ: Κυπριακές Βιβλιοθήκες – Σημερινή κατάσταση (παρόν και μέλλον)

Δεν υπάρχουν σχόλια: