13 Μαΐ 2016

Το φανταστικό στη λογοτεχνία του Μ. Καραγάτση

Φανταστική λογοτεχνία ή λογοτεχνία του φανταστικού ονομάζεται ο γραπτός (αλλά και ο προφορικός) έντεχνος λόγος που  περιγράφει γεγονότα τα οποία δεν μπορούν να εξηγηθούν με την κοινή λογική και βάσει των γνωστών νόμων της φύσης.

Πρόκειται για ένα παρεξηγημένο λογοτεχνικό είδος το οποίο, ειδικά στην ελληνική γραμματεία, δεν έχει τη θέση που του αρμόζει και συχνά απαξιώνεται από τους «ειδήμονες» του χώρου. Αυτό βέβαια φαντάζει οξύμωρο όταν συμβαίνει στη χώρα που έδωσε τα πρώτα δείγματα φανταστικής λογοτεχνίας (αναφέρομαι στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, δύο έργα τα οποία βρίθουν από φανταστικά στοιχεία).

Φυσικά υπάρχουν και καταξιωμένοι Έλληνες συγγραφείς οι οποίοι παρόλο που δεν έχουν ταυτιστεί με τη λογοτεχνία του φανταστικού, έχουν ασχοληθεί και έχουν γράψει σε αυτό το είδος. Ένας από αυτούς είναι και ο Μ. Καραγάτσης (1908-1960) το έργο του οποίου αν και δεν κατατάσσεται εξ’ ολοκλήρου στην κατηγορία της φανταστικής λογοτεχνίας, εντούτοις, πολύ συχνά, περιλαμβάνει  φανταστικά στοιχεία.

Στο αριστουργηματικό του έργο «Η Μεγάλη Χίμαιρα» ο συγγραφέας παρουσιάζει τις τρείς μοίρες της ελληνικής μυθολογίας Κλώθω, Άτροπο και Λάχεση να συζητούν μεταξύ τους καθορίζοντας την μοίρα ενός κοριτσιού, ενώ λίγο αργότερα παρουσιάζει τρεις νεκρούς να συνομιλούν μέσα από τους τάφους τους. [Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1936 με τον τίτλο «Χίμαιρα» και το 1953 κυκλοφόρησε αναθεωρημένο παίρνοντας τον τελικό τίτλο «Η Μεγάλη Χίμαιρα].
Το μυθιστόρημα «Σέργιος και Βάκχος» έχει επίσης έντονα φανταστικά και μεταφυσικά στοιχεία. Η υπόθεση διαδραματίζεται αρχικά στο Βυζάντιο όπου οι δύο φίλοι Σέργιος και Βάκχος ήταν στρατιωτικοί και καταδίωκαν τους Χριστιανούς. Τελικά όμως ασπάζονται και οι ίδιοι τον χριστιανισμό, γίνονται μοναχοί και στο τέλος άγιοι της χριστιανοσύνης. Μετά το θάνατό τους το σκηνικό μεταφέρεται στον Παράδεισο και στην υπόθεση εμπλέκονται κι άλλοι άγιοι, ο ίδιος ο Θεός, καθώς και ο αρχάγγελος Μιχαήλ.
Με εντολή του Θεού κατεβαίνουν πίσω στη Γη και συγκεκριμένα στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρίσκεται κτισμένος ο ομώνυμος ναός προς τιμή των δύο αγίων με σκοπό την προστασία του χριστιανισμού και της Ρωμιοσύνης.   
Οι δύο άγιοι βιώνουν την παρακμή του Βυζαντίου καθώς και την πτώση και τουρκοποίηση της Πόλης. Με εισήγηση του Θεού (την οποία τους μεταφέρει ο Αρχάγγελος Μιχαήλ) αποφασίζουν να κοιμηθούν στα θεμέλια του ναού που κτίστηκε προς τιμή τους και ο οποίος επίσης έχει τουρκοποιηθεί. Εκεί θα κοιμηθούν για εκατό χρόνια προσδοκώντας πως όταν ξυπνήσουν η Πόλη θα ξαναγίνει ελληνική και ο ναός τους χριστιανικός. Όταν ξυπνούν ανακαλύπτουν ότι η Κωνσταντινούπολη εξακολουθεί να είναι τουρκική και μετά από μια περιδιάβαση στην πόλη αποφασίζουν να κοιμηθούν για άλλα εκατό χρόνια. Αυτό γίνεται και τρίτη φορά μέχρι που οι δύο άγιοι το παίρνουν
απόφαση ότι ο ναός τους δεν θα ξαναλειτουργήσει σαν χριστιανικός και επιστρέφουν στον Παράδεισο. [Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1959 και αρχικά είχε τον τίτλο "H θαυμαστή ιστορία των αγίων Σεργίου και Bάκχου"].

Στο βιβλίο του «Το χαμένο νησί» ο ίδιος ο Μ. Καραγάτσης δίνει τον υπότιτλο «φανταστική νουβέλα». Σε αυτό ο συγγραφέας διηγείται  την ιστορία ενός νησιού το οποίο μετά από τις κατάρες που δέχθηκε από μια τυφλή γριά με υπερφυσικές δυνάμεις, έγινε πλωτό και άρχισε να ταξιδεύει μαζί με τους κατοίκους του. Η ιστορία διαδραματίζεται στο νησί Τήλος το οποίο βρίσκεται στο Αιγαίο πέλαγος και το οποίο τελικά καταλήγει, λόγω της μετακίνησής του, να βρεθεί κάπου στον Ειρηνικό Ωκεανό και να έχει, πλέον κλίμα τροπικό. Το βιβλίο τελειώνει με την παράθεση αποσπάσματος από μια γαλλική εφημερίδα το οποίο προσπαθεί να εξηγήσει επιστημονικά την εξαφάνιση του νησιού Τήλος από τη Μεσόγειο. [Πρώτη έκδοση: 1943].

Τέλος, στο εφηβικό μυθιστόρημα «Ένας χαμένος κόσμος» ο Μ. Καραγάτσης μας μεταφέρει σε ένα φανταστικό κόσμο στον βυθό της θάλασσας. Εκεί οι ήρωές του μετά από κτύπημα που δέχεται το πολεμικό τους υποβρύχιό ανακαλύπτουν τυχαία την χαμένη Ατλαντίδα –  μια θαυμάσια και παράξενη πολιτεία, με οικοδομήματα πανύψηλα, ωραιότατα σε ρυθμό, που όμως δεν είχαν  παράθυρα. Οι περίεργοι Άτλαντες οι οποίοι σώζουν τους ήρωες της ιστορίας, αλλά τους αναγκάζουν να παραμείνουν μαζί τους, ονομάζονται «χτάποδοι» και φορούν αρχαιοελληνικές χλαμύδες. [Προδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελληνόπουλο», 1946].


Ανδρέας Καπανδρέου, Βιβλιοθηκονόμος – Συγγραφέας


(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διόραμα τ.χ. 5)

Δεν υπάρχουν σχόλια: