3 Φεβ 2015

Δυο χούφτες ρύζι [το διήγημα]


Ένα συνοικέσιο και ένα περίεργο γεύμα με ρύζι το οποίο τελικά είχε μια αλλόκοτη  κατάληξη. Διήγημα στο οποίο κυριαρχεί η αίσθηση μαύρου χιούμορ.

[ενημέρωση 19/04/2023]

Μετά την δημοσιοποίηση της απόρριψης του κυπριώτικου μου σκετς «Θκυό χούφτες ρύζι», από το ΡΙΚ με τον χαρακτηρισμό «ακατάλληλο περιεχομένου (Κακοποίηση Ζώου)» έλαβα πάρα πολλά μηνύματα που μου ζητούσαν να μάθουν τι ακριβώς είχα γράψει.

Ανταποκρινόμενος λοιπόν σε αυτές τις εκκλήσεις δημοσιοποιώ το διήγημα πάνω στο οποίο βασίστηκε η θεατρική διασκευή για να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα…

(Ο λόγος που ανεβάζω την πρωτότυπη ιστορία και όχι την διασκευασμένη στην κυπριακή διάλεκτο θεατρική της μορφή, είναι η μικρότερη της έκταση αλλά και για να μπορούν να την διαβάσουν και οι φίλοι εξ Ελλάδος. Η πλοκή πάντως και η επίμαχη αναφορά είναι ακριβώς η ίδια).

Τα συμπεράσματα δικά σας:



Δυο χούφτες ρύζι

Η παρακμή της οικογένειας Δελαπόρτα έπιασε πάτο. Από τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, ο Τιμόθεος έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τρέξει τα κτήματα όπως έπρεπε.

Αναπόφευκτα, οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά και οι αναποδιές, σε συνδυασμό με τη σπάταλη ζωή, στην οποία ήταν συνηθισμένος αυτός και η μονάκριβη κόρη του, τούς οδήγησαν σε οικονομική καταστροφή. Σε αυτό συνέτεινε η απουσία της κυρίας Δελαπόρτα, η οποία διαχειριζόταν με μαεστρία τα έσοδα της οικογένειας.

Με τον χαμό της, η οικονομική διαχείριση πέρασε στα χέρια επιτήδειων υπαλλήλων, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την ανίσχυρη θέση στην οποία περιέπεσε ο Τιμόθεος λόγω της κατάθλιψής του, ξάφρισαν κυριολεκτικά όλα τα οικονομικά αποθέματα και δημιούργησαν δυσβάστακτα χρέη.

Όταν ο Τιμόθεος συνήλθε, ήταν πλέον πολύ αργά. Η οικονομική τους κατάσταση ήταν τραγική και μη αναστρέψιμη. Μοναδική του ελπίδα ήταν να παντρέψει την κόρη του, την Αντιγόνη, με κάποιον μεγαλοτσιφλικά της περιοχής. Ως πλεονέκτημα, που δεν έπρεπε με τίποτα να χαθεί, είχε το ευυπόληπτο όνομα της οικογένειας Δελαπόρτα και το γεγονός ότι η τραγική οικονομική τους κατάσταση δεν είχε ακόμα μαθευτεί στα γύρω χωριά. Όσο για την Αντιγόνη, η ομορφιά της ήταν ξακουστή και σε συνδυασμό με το όνομα που είχε θα μπορούσε να επιλέξει τον καλύτερο γαμπρό της περιοχής.

Δρώντας αστραπιαία, ο Τιμόθεος έστειλε την καλύτερη προξενήτρα της χώρας να βολιδοσκοπήσει κατά πόσο ο μεγαλοτσιφλικάς Κόντε Θεοφύλακτος, που ζούσε στη διπλανή πόλη και ήταν χήρος, ενδιαφερόταν να πάρει την Αντιγόνη για γυναίκα του και έτσι να ενώσουν τα κτήματά τους.

Αντί για απάντηση, η προξενήτρα που τον επισκέφτηκε αργά το απόγευμα, τού ανήγγειλε ότι ο Θεοφύλακτος θα περνούσε το ίδιο κιόλας βράδυ για να δειπνήσουν και να συζητήσουν από κοντά.

Κρύος ιδρώτας έλουσε τον Τιμόθεο στο άκουσμα του μαντάτου πως θα έπρεπε να κάνει το τραπέζι στον Κόντε Θεοφύλακτο. Το κελάρι του σπιτιού ήταν εντελώς άδειο, ενώ στο υπηρετικό προσωπικό είχε δοθεί αναγκαστική άδεια μέχρι νεοτέρας, αφού δεν υπήρχαν χρήματα για μισθούς.

 

Κάθισε και βασάνισε το κεφάλι του αρκετή ώρα, μέχρι να αποφασίσει πώς θα αντιμετώπιζε την επίσκεψη του Κόντε Θεοφύλακτου. Μετά από αρκετή περίσκεψη, φώναξε την κόρη του και της είπε:

«Κόρη μου, απόψε θα έρθει για δείπνο στο αρχοντικό μας ο Θεοφύλακτος. Αν θέλεις να γίνει άντρας σου και να λύσουμε έτσι και το οικονομικό μας πρόβλημα, θα πρέπει να τον εντυπωσιάσουμε. Δεν πρέπει να καταλάβει τη φτώχια μας. Θα πρέπει να τον περιποιηθούμε σαν να μην συμβαίνει τίποτα!»

«Και πώς θα γίνει αυτό, πατέρα; Τι θα σερβίρουμε στον μουσαφίρη μας; Το κελάρι είναι άδειο, αλλά και να είχαμε προμήθειες, η μαγείρισσα είναι στο χωριό της. Εσύ την έδιωξες! Ξέχασες; Ποιος θα μαγειρέψει;»

«Θα πούμε στον Θεοφύλακτο ότι δώσαμε άδεια στη μαγείρισσα ειδικά γι’ απόψε, επειδή ήθελες να του μαγειρέψεις εσύ με τα χεράκια σου.»

«Και τι θα του μαγειρέψω, πατέρα;» Ρώτησε ανήσυχα η Αντιγόνη.

«Τι έχουμε στην αποθήκη;»

«Μόνο δυο χούφτες ρύζι μας έχουν απομείνει. Τίποτε άλλο.»

«Ωραία, το μενού θα περιλαμβάνει κοτόπουλο στον φούρνο με ρύζι.»

«Κοτόπουλο; Το τελευταίο κοτόπουλο από το κοτέτσι μας το φάγαμε πριν ένα μήνα. Πού θα βρούμε κοτόπουλο, πατέρα;»

«Λοιπόν κόρη μου, άκουσε προσεχτικά τι θα σου πω.»

Η Αντιγόνη πλησίασε τον πατέρα της και αφουγκράστηκε με προσοχή.

«Όταν θα έρθει σπίτι μας ο Κόντε Θεοφύλακτος, εσύ θα είσαι στην κουζίνα και θα μαγειρεύεις. Θα τον υποδεχτώ εγώ. Θα του πω ότι η κόρη μου η προκομμένη θέλησε να μας περιποιηθεί, μαγειρεύοντάς μας με τα χεράκια της.»

«Και τι θα μαγειρέψω πατέρα;» Τον διέκοψε η Αντιγόνη.

«Εσύ θα βράσεις τη μια χούφτα από το ρύζι που έχουμε. Στον Κόντε Θεοφύλακτο θα πω ότι σφάξαμε το καλύτερό μας κοτόπουλο και ότι το ετοιμάζεις στον φούρνο για να το σερβίρεις με ρύζι. Μόλις το ρύζι είναι έτοιμο, θέλω να πιάσεις μια πιατέλα και να τη ρίξεις με δύναμη στο πάτωμα να σπάσει. Εγώ θ’ ακούσω τον κρότο και θα σε ρωτήσω φωνακτά: “Τι ακούστηκε στην κουζίνα κόρη μου;” Εσύ τότε θα έρθεις κλαίγοντας στο σαλόνι και θα πεις ότι μπουρδουκλώθηκε στα πόδια σου η γάτα την ώρα που ήσουν έτοιμη να σερβίρεις το κοτόπουλο. Θα πεις ότι το έριξε κάτω, το άρπαξε και χάθηκε στην αυλή. Αν χρειαστεί ρίξε και μια κλοτσιά στη γάτα, έτσι για να ακουστεί το βογκητό της και να γίνουμε πιο πειστικοί. Μετά, εγώ θα κάνω ότι σε παρηγορώ, θα φέρεις το ρύζι και θα φάμε αυτό.»

«Λες να πετύχει, πατέρα;»

«Κάνε ό,τι σου λέω εγώ και μη φοβάσαι. Έχε μου εμπιστοσύνη.»

 

Την ώρα ακριβώς που ο ήλιος χανόταν πίσω από το μεγάλο βουνό της χώρας, ο Κόντε Θεοφύλακτος πέζευε από την άμαξά του μπροστά στο Δελαπορτέϊκο.

Ο Τιμόθεος τον υποδέχτηκε εγκάρδια και τον φίλεψε με κρασί από τα τελευταία αποθέματα της κάβας του.

Μιλήσανε και τα είχαν σχεδόν συμφωνήσει, όταν ακούστηκε από την κουζίνα πρώτα μια γάτα να ουρλιάζει και αμέσως μετά το σπάσιμο μιας πιατέλας.

«Κόρη μου, τι έγινε; Είσαι καλά;» Φώναξε με προσποιητή ανησυχία ο Τιμόθεος.

Η Αντιγόνη εμφανίστηκε τότε μπροστά τους, δείχνοντας πολύ αναστατωμένη.

«Αχ κύρη μου! Συγχώρεσέ με! Η άτιμη η γάτα μπουρδουκλώθηκε στα πόδια μου, πάτησα κατά λάθος την ουρά της και μου έριξε κάτω την πιατέλα» απάντησε η

Αντιγόνη πολύ πειστικά, κλαίγοντας.

«Μην μου πεις ότι σου έριξε κάτω το κοτόπουλο!» Είπε δίνοντας ένα ψεύτικο αυστηρό τόνο στη φωνή του ο Τιμόθεος.

«Αχ, όχι πατέρα. Μου έριξε την πιατέλα με το ρύζι!» Αποκρίθηκε η Αντιγόνη ξεσπώντας σε λυγμούς.

Ο Τιμόθεος αγριοκοίταξε την κόρη του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να διασώσει το σχέδιό του.

Διέκοψε ευγενικά την κουβέντα του με τον Θεοφύλακτο και τον συνόδευσε μέχρι την άμαξά του, προφασιζόμενος την αναστάτωση της κόρης του μετά το ατύχημα με την πιατέλα. Υποσχέθηκε όμως να επανορθώσει την επόμενη μέρα, κάνοντας το τραπέζι στον Θεοφύλακτο και τους γονείς του. Εκεί θα έδιναν τα χέρια για την τελική συμφωνία και θα φώναζαν και τον ιερέα να ευλογήσει τους αρραβώνες.

Την επομένη το γεύμα περιλάμβανε κρέας στον φούρνο. Τη ψητή γάτα συνόδευε η δεύτερη χούφτα ρύζι και κόκκινο κρασί.



Δεν υπάρχουν σχόλια: