6 Ιαν 2015

Ένα μακρύ ζεϊμπέκικο που έγινε κινηματογραφική ταινία, τραγούδι και βιβλίο

Ο Νίκος Κοεμτζής (1938-2011) έγινε γνωστός λόγω τριών ανθρωποκτονιών που διέπραξε στο νυκτερινό κέντρο Νεράιδα στις 24 Φεβρουαρίου 1974, για ασήμαντη αφορμή.
Συγκεκριμένα οι φόνοι έγιναν όταν ο αδερφός του Νίκου, Δημοσθένης έκανε στους μουσικούς του Κέντρου παραγγελιά το ζεϊμπέκικο «Βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη. Με την έναρξη του τραγουδιού μπήκαν στη πίστα και άλλα άτομα – κάτι που θεωρήθηκε ως προσβολή από τους δύο αδερφούς -  και ακολούθησε συμπλοκή κατά την οποία ο Νίκος σκότωσε με μαχαίρι τρείς θαμώνες (μεταξύ των οποίων δύο αστυνομικούς) ενώ τραυμάτισε άλλους οκτώ.  
Συνελήφθηκε και καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ σε ισόβια (η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια το 1977). Τελικά, αποφυλακίστηκε το 1996 μετά από 23 χρόνια συνεχούς φυλάκισης. Έγραψε την αυτοβιογραφία του, την οποία πουλούσε στο κέντρο της Αθήνας για να ζήσει.
Το περιστατικό με την παραγγελιά και τους φόνους έκανε μεγάλη αίσθηση και έγινε αρχικά τραγούδι από τον Διονύση Σαββόπουλο («Το μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», Ρεζέρβα, 1979), κινηματογραφική ταινία («Παραγγελιά» σε σκηνοθεσία του Παυλου Τάσιου, 1980) και βιβλίο («Το μακρύ ζεϊμπέκικο» - μια αυτοβιογραφία του Νίκου Κοεμτζή, Εξάντας, 1996).

Το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου (στο οποίο περιγράφεται η ζωή του Νίκου Κοεμτζή):

Το μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο
Λοιπόν μολύβι και χαρτί, η απόγνωση άνοιξε λαγούμι
Σκιές που χώθηκαν με λάμψεις μαχαιριού σε πιο στενό κελί
ψηλά με πέπλα αίματος Χλιμίντριζε η Σελήνη
Δεν έχει ελπίδα, ελευθερία δεν ζητά, αλλά δικαιοσύνη

Γεννήθηκε σ’ ένα λασπότοπο, κοντά στην Κατερίνη
Σκιές με λάμπες θυέλλης που γλιστρούν στου Άδη το πανί
Ο Νίκος ήταν ο πρωτότοκος, τον άλλον λέγαν Δημοσθένη
Βουβός δεσμός, εικόνα παιδική, σε άλλο χρόνο αναπλεγμένη

Ο γέρος του είχε κρυψώνα το βουνό απ’ το `45
Κι οι χωρικοί απ’ τον φόβο των Αρχών, μακραίναν κι απ’ τον γιο
Κι αυτός τους έβλεπε στρωμένους στην δουλειά και μέσα του άναβε η μανία
του στριμωγμένου ανάμεσα στο πλήθος και την Αστυνομία

Ώσπου μια μέρα χωρίς αποσκευή, τσουλώντας της τρύπας του την ρόδα
Κυλάει απ’ την Μακεδονία ως εδώ, κι ακόμα που θα βγει;
Θα τρέχει πάντα για το άστρο που δε φτάνει καμιά Αστυνομία
Για τους φυγάδες αυτός ο ουρανός είν’ η παρανομία
Νίκο, αγγίζω το στοιχείο σας
Νίκο, μες τον υπόκοσμο της γλώσσας
Δυο καταδίκες 6 χρόνια για κλοπή, τον είδα όταν βγήκε
Κρατούσε πλέον μιαν απόσταση απ’ την τρέλα, όχι για να σωθεί
Αλλά για να την σώσει αν με νοείς, να λόγου χάρη ήθελε γάμο
Και τότε τού `παν «έλα σε μάς για να προδώνεις» δε δέχθηκε στιγμή!

Κι απ’ την βαθειά των υπογείων τους την λύσσα, κατέφυγε στην επαρχία
Μα όπου κιαν πήγε, το σήμα είχε σταλεί, στην Σαλλονίκη τον τσακίσαν
Σχεδόν τρεκλίζοντας ξανά `ρθε στην Αθηνά, και τότε πιάσαν τη μνηστή του
Της είπαν λόγια, βοηθήσαν κι γονείς ώσπου διέκοψε μαζί του

Κι ωστόσο ζούσε τελείως σοβαρός, υπνοβατώντας σ’ ένα κράτος
Που θριαμβεύει με μιαν ατέλειωτη στριγκλιά «διαφυγή καμιά»
Κρατώντας μόνο μια κρυφήν αναπνοή, των μπουζουκτζίδικων το γκέτο
Βαθιά εικόνα, που η έκσταση εκεί, ακόμα λειτουργεί
«ν’ ακούω» έλεγε «τα λόγια, τη φωνή, και τ’ αδελφάκι μου υψωμένο
να το κοιτάω στον χορό του μοναχό, και κάτι να παθαίνω»
Νίκο, σκυλάδικο Σαββάτο
Νίκο, σπασίματα γεμάτο
Παραγγελιά, και περιμέναν καθισμένοι, και τα ηχεία το αναγγείλαν
Κι όλα τα όργανα συλλάβαν το σκοπό για το χορό του Δημοσθένη
Καθώς ανέβαινε, η πίστα ήταν γεμάτη, ακούστηκε να ουρλιάζει
Παραγγελία, γιατί το είδε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει

Η πίστα άδειασε, μονάχα δυο αστυνόμοι, χορεύαν, γυρνώντας του την πλάτη
τότε τους έσπρωξε ο μικρός με μια στριγκλιά «δικό μου το κομμάτι»
Τον ρίξαν κάτω σε γυαλιά κομματιασμένα, ξεφώνιζε όπως τον εσέρναν
Σαν ένα φιλμ ιλιγγιώδες η ζωής τους, του Νίκου έκαψε τα φρένα

Έξω απ’ την τρέλα δεν είχε κάτι να πιαστεί, γιατί του το `χαν διαλύσει
Κατρακυλάει στον προβολέα των σκοταδιών του, στην φρικαλέα ατραξιόν του
Με τόση βία που είναι αδύνατον να πω, τι έγινε εκεί κάτου
Το δράμα όλο συντελέστηκε θαρρώ, στον χώρο του αοράτου

Στον εαυτό του είπε «Νίκο, συγκρατήσου» τραβώντας κίολας το λεπίδι
Τον πρώτο που την έφαγε τον είδαν, με μια ταυτότητα να σκύβει
Σφαχτηκαν 3 μαχαίρωσε άλλους 6, φωνές, «ανοίχτε θα μας σφάξουν»
Τραβώντας έξω τον μικρό παραμιλούσε «εσένα δε θα σε πειράξουν»
Νίκο, σόι αλλοπαρμένο
Νίκο, τι έχεις καμωμένο;
Μετά κατέφυγε στο σπίτι ενός γνωστού, μα ένοιωσε ότι θα τον δώσουν
«θα φύγω» είπε «με μια βάρκα ν’ ανοιχτώ, φουρτούνες να με πνίξουν, ΝΑ!
Να τρελαθούνε, που Νίκο να γυρεύουν, και Νίκο να μην βρίσκουν»
Μα όπως βγήκε τους είδε σαν βαλέδες, ο ένας με τις χειροπέδες

Τον εκυκλώσαν και από τα γύρω μέρη, κρεμόταν η ζωή του
από ένα νήμα που δε θα `δινε σ’ αυτούς, και πέταξε μαχαίρι
Να αναγκαστούν να τον σκοτώσουν οι Αστυνόμοι, μα εκείνοι τού `ριχναν στα πόδια
Σερνόταν κι έβριζε ώσπου ένας ταβερνιάρης, του `δωσε μια με ένα καδρόνι

Η δίκη του έγινε τον άγριο Νοέμβρη, το ένιωθε άραγε κι εκείνος;
Ο Τύπος πάντως, τον πρόβαλε ανοιχτά σαν αιμοβόρο κτήνος
Τα ίδια λέγαν και πολλοί προοδευτικοί «παράξενο δεν ήταν»
Η σύμβασή τους διαισθάνθηκε σ’ αυτόν, μιαν άλλη απειλή

Τό `παν επίσης λαϊκοί ένα σωρό, στον συνεργάτη ενός εντύπου
Μα ο Μπιθικώτσης τον διώχνει και του λέει «που να σου εξηγώ»
Δεν είχε μάρτυρες εκτός τ’ αφεντικό και την νοικοκυρά του
Οι δικηγόροι λέγαν «ανώμαλη ψυχή, κοιτάξτε τα χαρτιά του»
Νίκο, χωριό συσκοτισμένων
Νίκο, ποίοι σ’ έχουν κυκλωμένο;
Ο ίδιος ξέγραψε απ’ αρχής τον εαυτό του, το είπε «πρέπει να πεθάνω»
Μπήκε στον κόπο δηλαδή τον δικαστών μα αυτοί δεν μπήκαν στον δικό του
Καθώς διηγώταν την ζωή του, θαρρούσα δε θ’ αντέξω
Η δική εξελισσόταν μέσα μα η δικαιοσύνη ήταν απ’ έξω

Στα γράμματά του από τη φυλακή, ο βίος δε διαφέρει
Ασφυκτιούσε σαν ζωο μυθικό, εδώ όσο κι εκεί
Μην είναι τάχα ένα ρίγος παραπέρα, που δείχνει απόσταση από το δράμα
και μεταφέρει σαν ιπτάμενο ένα θαύμα, της δικαιοσύνης την γαλέρα

Η τέχνη μου έζησε παράξενες στιγμές, και από δίκιο ξέρει
Τα κίνητρά του δεν ήταν ταπεινά, τον βλέπω σε αργές στροφές
Σαν μια Θεότητα που λύει τον πανικό της και διαστέλλεται ξεσπώντας
Στ’ ανυποψίαστα μπουλούκια του γλεντιού, που βιάζουν το άσυλό της

Η ουρά που αυξάνει φτύνοντάς τον ας λυσσάει, με τον ζουρλό μανδύα
και με τα ηλεκτροσόκ να τον κλονίσει, θα λάβει ότι της αξίζει
Στους λαβυρίνθους του εφιάλτη οδηγημένη, αιώνια, δίχως σωτηρία
Στην τακτική δουλεία του δικαστή, που δεν καταλαβαίνει
Νίκο, ποτέ δε θά `ναι έτσι
Νίκο, είν’ η αρρώστια που μας σώζει
Καθώς σε φέρνει πιο μακριά κι απ’ το κελί σου
Νίκο, στον ουρανό της μουσικής σου


Ο Κοεμτζής και το συγκεκριμένο περιστατικό έγιναν στίχοι και από άλλους:
  
…θα σου τα ρίξω σε μια δόση
το συνηθίζω άμα μεθάω έτσι για να σε λιανίσω
να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις
εσύ όμως λέει δε θα `σαι απ’ αυτούς
θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά
...βεργούλες και με δείρανε...
και θα κρατάς στις χούφτες σου
μ’ αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου
είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει.
Κι όταν
έρθουνε να σου πουν
εδώ δεν είναι
τόπος
και χρόνος
για τέτοια πράγματα
τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε.
Είχανε δίκιο οι Κοεμτζήδες.
(Κατερίνα Γώγου. Θέλω να κουβεντιάσω, 1981)

Παραγγέλνουνε οι ναύτες
παραγγέλνει το χακί
παραγγέλνουν οι πιλότοι
κι η φρουρά του Κοεμτζή.
(Μανώλης Μιτσιάς, Βάλσαμο τραγούδι, 2008)

…Νιώθω σαν ήρωας από κάποια ρεμπέτικη στροφή
και εσύ είσαι η παραγγελιά η μοιραία του Κοεμτζή.
(Μελίνα Τανάγρη. Οι κουβέντες, 2009)

Η κινηματογραφική ταινία «Παραγγελιά» του Παύλου Τάσιου:

(Στη ταινία συμμετέχουν οι: Αντώνης Αντωνίου, Βάσω Αλεξανδρίδου, Αλέξια Ασκαρίδου, Βίκη Βανίτα, Τάκης Βλαστός, Ζωή Βουδούρη, Τώνης Γιακωβάκης, Καίτη Γώγου, Γιώργος Ζορμπάς, Γιούλα Ζουμπουλάκη, Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, Τάκης Θεοφανίδης, Γιάννης Θωμάς, Νίκος Κατωμέρης, Αντώνης Καφετζόπουλος, κ.α.)  
Στο σενάριο της ταινίας, η συμπλοκή γίνεται για το τραγούδι «Αντιλαλούνε οι φυλακές» του Μάρκου Βαμβακάρη, αντί το «Βεργούλες», επίσης του Βαμβακάρη.
Κατά τη διάρκεια της ταινίας ακούγονται στίχοι από ποιήματα της Κατερίνας Γώγου.

Ολόκληρη η κινηματογραφική ταινία:

Το βιβλίο «Το μακρύ ζεϊμπέκικο)  του Νίκου Κοεμτζή:

Το μακρύ ζεϊμπέκικο / Νίκος Κοεμτζής. Αθήνα: Εξάντας, 1996.
Η αυτοβιογραφία του Νίκου Κοεμτζή. Το βιβλίο περιλαμβάνει λεπτομέριες για το περιστατικό αλλά και άγνωστες πτυχές της ζωής και της δοκιμασίας του συγγραφέα.

Το τραγούδι «Βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη το οποίο αποτέλεσε την πέτρα του σκανδάλου:

Δεν υπάρχουν σχόλια: