26 Σεπ 2013

H πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη: η λογοκρισία του βιβλίου και η κατηγορία για λογοκλοπή

Το εξώφυλλο της έκδοσης
Α. Α. Λιβάνη
«Η Πάπισσα Ιωάννα είναι ένα βιβλίο σταθμός στην ελληνική λογοτεχνία, ένα κλασικό μυθιστόρημα που εξακολουθεί να γοητεύει και να «σκανδαλίζει».

Ο συγγραφέας του Εμμανουήλ Ροΐδης, γνωστός για την υφολογική του δεξιοτεχνία και τη σατιρική του ευθυβολία, εκμεταλλεύεται μια μεσαιωνική ιστορία (για το σκάνδαλο ενός θηλυκού Πάπα που γέννησε στη μέση του δρόμου), με σκοπό να στηλιτεύσει τον σκοταδισμό της εκκλησιαστικής εξουσίας και να παρωδήσει την κοινωνική υποκρισία.
Το απολαυστικό αυτό επίτευγμα, που αφορίστηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία, έχει επανεκδοθεί πολλές φορές στο παρελθόν και έχει μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.
Η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει το αυθεντικό κείμενο του 1866 σε πιστή αναπαραγωγή, την απάντηση του Ροΐδη στην Ιερά Σύνοδο (Ολίγαι Λέξεις), την ειρωνική «απολογία» του (Επιστολαί ενός Αγρινιώτου), καθώς και εκτενή εισαγωγή του επιμελητή».[1]


Ο λογοτέχνης Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904) δημοσίευσε το 1866 το μυθιστόρημα «Η πάπισσα Ιωάννα». Σε αυτό εξιστορεί τον βίο της Ιωάννας, μίας γυναίκας η οποία σύμφωνα με ένα μεσαιωνικό θρύλο, κατά την περίοδο 855-858, κατάφερε προσποιούμενη τον άντρα να αναρριχηθεί στην ιεραρχία της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και του Βατικανού και να φτάσει μέχρι και το αξίωμα του Πάπα. Το μυθιστόρημα αυτό το οποίο θεωρείται το σημαντικότερο από τα έργα του Ροΐδη, αφορίστηκε από την Εκκλησία της Ελλάδος αφού χαρακτηρίσθηκε "ως βλάσφμον  αντιχριστιανικόν και κακόηθες, γέμον πάσης ασέβειας κακοδοξίας και αισχρότητος".[2] Η Εκκλησία της Ελλάδος μάλιστα χαρακτήρισε το βιβλίο ως σατανικό, αφόρισε εκ προοιμίου όσους το διάβαζαν (Ζωίδης, 2010β) και παρότρυνε τους πιστούς να το ρίξουνστη φωτιά όπου το βρουν. 
Τους συμβουλεύει κατά λέξη: «ν’ αποστρέφωνται πάντες αυτό ως έκφυλον απόκυημα και μιασματικόν νόσημα, ου μεν αλλά και τω πυρί παρδίδωσιν όπου αν αυτό ευρίσκωσιν».[3]
Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας αναθεμάτισε τον Ροΐδη και ζήτησε από το Ελληνικό Κράτος την ποινική δίωξη του συγγραφέα.[4]
Αυτό που κυρίως ενόχλησε την Εκκλησία της Ελλάδος ήταν το κεφάλαιο στο οποίο ο Ροΐδης αφηγείται την παραμονή της Ιωάννας στην Αθήνα, στο οποίο παρουσιάζει  τους ορθόδοξους ιερείς να ενδιαφέρονται μόνο για τα επίγεια αγαθά, και να είναι επιρρεπείς στην παραβίαση της νηστείας και στις ερωτικές προσφορές της Ιωάννας[5]. Κατηγορεί επίσης  την Ορθόδοξη Εκκλησία για τυπολατρία, για συντηρητισμό,[6] καθώς και για χαρακτηριστικά που κατά τη γνώμη του απομακρύνουν τους πιστούς από την άσκηση της λατρείας - όπως η μεγάλη διάρκεια της λειτουργίας και η αισθητική των αγιογραφιών και της βυζαντινής ψαλμωδίας (την οποία ονομάζει «ρινοφωνία»).[7]
Στην απάντησή του προς την εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου ο Ροΐδης διατυπώνει παρόμοιες απόψεις, υποστηρίζοντας ότι στόχος της κριτικής του δεν ήταν η θρησκεία και η πίστη, αλλά όσες πρακτικές θεωρούσε ότι ήταν διαστρεβλώσεις του νοήματος της θρησκείας.[8]
Η υπόθεση του αφορισμού του μυθιστορήματος Πάπισσα Ιωάννα, είχε δημιουργήσει κάποια σύγχυση ως προς το σε ποιον απευθυνόταν ο αφορισμός της εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου. Για παράδειγμα, στην αθηναϊκή εφημερίδα «Σκριπτ» στις 9 Ιανουαρίου 1904, γράφει:

"Την 2 μ.μ. χθες έγινεν η κηδεία του Εμμανουήλ Ροΐδου... εις το Α' Νεκροταφείον, μία κηδεία σεμνή και συγκινητική. Προηγείτο εις ιερεύς μόνον... οι ακολουθήσαντες εκτός των συγγενών και των φίλων ήσαν λόγιοι και δημοσιογράφοι... Ως γνωστόν, ο Ροΐδης από της εποχής καθ’ ην συνέγραψε την "Πάπισσαν Ιωάνναν" είχεν αφορισθεί υπό της Ιεράς Συνόδου δια θρησκευτικούς λόγους. Προχθές την πρωίαν ενώ ο συγγραφεύς έπνεε τα λοίσθια η Ιερά Σύνοδος προέβη εις την άρσην του αφορισμού μεθ’ ο ο ετοιμοθάνατος εκοινώνησε των αχράντων μυστηρίων." [9]

Εν τούτοις, για το ζήτημα αυτό, ο βιογράφος και ανιψιός του Ροΐδη, Ανδρέας Ανδρεάδης, αναφέρει:

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης
"Ο Ροίδης, εφ' όσον γνωρίζω, ουδέποτε αφωρίσθη· δια τούτο εξηκολούθησε τελών τα θρησκευτικά του καθήκοντα, οσάκις δε διωρίζετο εις δημοσίαν υπηρεσίαν εφρόντιζε να ομνύη τον νενομισμένον όρκον προ του ιερέως της ενορίας του. Διά τούτο δ' επίσης δεν εδέησε, όπως ανέγραψαν τινές εφημερίδες, ν' αρθή ο αφορισμός, όπως μεταλάβη των άχραντων μυστηρίων και κηδευθή χριστιανικώς."[10]

Πράγματι, φαίνεται πως η εγκύκλιος στρεφόταν μόνο κατά του βιβλίου και όχι κατά του ιδίου του Ροΐδη.[11]
Ο Ροΐδης αντέδρασε με μια επιστολή του προς την Ιερά Σύνοδο με την οποία εναντιώνεται στην απόφαση της για αποκήρυξη του βιβλίου και του χαρακτηρισμού του ως βλάσφημου. Στη συνέχεια ο ίδιος ο συγγραφέας, έστειλε τις γνωστές «Επιστολές Αγρινιώτου» υπογράφοντας  με το ψευδώνυμο Διονύσιος Σουρλής, μέσα από τις οποίες χλευάζει την στάση της Εκκλησίας και υπερασπίζεται το βιβλίο του (Ζωίδης, 2010β).
Η «Πάπισσα Ιωάννα» είναι το ένα από τα δύο ελληνικά βιβλία που είχε την «τιμή» να ενταχθεί και στον κατάλογο (Index) με τα απαγορευμένα βιβλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (το άλλο είναι «Ο τελευταίος πειρασμός» του Νίκου Καζαντζάκη).

Το 1940,  το έργο του Ροΐδη έπεσε ξανά θύμα λογοκρισίας όταν η κυβέρνηση Μεταξά απαγόρευσε έκδοση συλλογής από τον «Σύνδεσμο προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων» στην οποία περιλαμβανόταν και η Πάπισσα Ιωάννα.  Ακόμα και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, που είχε παλαιότερα επαινέσει την Πάπισσα Ιωάννα για το σπινθηροβόλο και περίτεχνο ύφος της, φαίνεται να έχει αλλάξει γνώμη αφού στις 11 Αυγούστου 1941 έγραψε στα Αθηναϊκά Νέα:
«Η τότε κυβέρνησις δεν είχε καθόλου άδικο να την απαγορεύση. Η "Πάπισσα Ιωάννα" είνε ένα βιβλίο όχι μόνο αισχρολόγο - κι αισχρολογεί με πνεύμα ή για να κάνη πνεύμα, που είνε για μένα το χειρότερο είδος της αισχρογραφίας - αλλά κι αντιθρησκευτικό ή μάλλον αντιχριστιανικό».[12]

Κατηγορίες και για λογοκλοπή

Η Πάπισσα Ιωάννα σχολιάστηκε και κατακρίθηκε από πολλούς τόσο για τον αντικληρικαλισμό την σκανδαλοθηρία αλλά και τις πηγές της.[13]
Σε μια άλλη διάσταση του όλου θέματος, ο Χαρίλαος Μελετόπουλος  ο οποίος αντικατέστησε τον Ροΐδη στην Εφορεία της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, κατηγόρησε ξεκάθαρα τον συγγραφέα της Πάπισσας Ιωάννας για λογοκλοπή. Συγκεκριμένα παραθέτει αποσπάσματα και σελίδες προκειμένου να αποδείξει ότι ο Ροίδης «έκλεψε» χωρίς να το αναφέρει, αποσπάσματα από το έργο «Papissa» έκδοσης 1804 του Giambattista Casti, από το έργο του George Gordon Byron (του γνωστού φιλέλληνα Λόρδου Βύρωνα)  «Don Juan», καθώς και από το έργο του Prospere Meimee «Χρονικό της βασιλείας του Καρόλου του Θ’». Ο Μελετόπουλος αναφέρει ακόμα και τους Heine, Tassoni και Pulci σαν συγγραφείς που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ροΐδη για την συγγραφή της Πάπισσας Ιωάννας. [14] Την ίδια άποψη με τον Μελετόπουλο φαίνεται ότι είχε και ο κριτικός λογοτεχνίας Ηλίας Βουτιερίδης ο οποίος καταλογίζει στον Ροΐδη ότι πήρε από τους Byron και Casti «ολάκερα κομμάτια και ιδέες» γράφει επίσης ότι «ο Ροΐδης, που σατίρισε σκληρά Έλληνες λογοτέχνες για τη λογοκλοπική ικανότητα τους, καλλιέργησε και αυτός ίσως όσο κανένας τη λογοκλοπία». Ο Βουτιερίδης κατηγορεί μάλιστα τον Ροΐδη για λογοκλοπή και σε άλλες μελέτες και έργα του[15].

Απόσπασμα από το βιβλίο:
"Η Ιωάννα, κατά την μαρτυρίαν πάντων των ιστορικών, υπήρξε, κατ' αρχάς τουλάχιστον, καλός πάπας, φυλάττουσα των προκατόχων της τας παραδόσεις και ακαμάτως υφαίνουσα το δογματικόν εκείνο δίκτυον, το προωρισμένον ν' αποκρύπτη τον ουρανόν εις τα όμματα των ευσεβών χριστιανών".
"Ο πάτερ Ραλήγος ευχαριστήσας την Ιωάννα δι' ηχηρού φιλήματος επί της παρειάς, έλαβε ανά χείρας ποτήριον ύδατος και τρις ραντίσας τας χήνας είπε μετά κατανύξεως "In nomine Patris, Filii et Spiritus Sancti, hic erit hobie nobis piscis". "Αμήν", απεκρίθησαν οι σύντροφοι αυτού, και μετ' ου πολύ τα οστά μόνον απέμειναν των νεοβαπτίστων ιχθύων. Αφού δε εκόρεσαν την πείναν, εσκέφθησαν οι καλοί πατέρες να σβέσωσι και την δίψαν· καθότι οι τότε μοναχοί, ως οι Άραβες της Χαλιμάς, πρώτον έτρωγον μέχρι χορτασμού και έπειτα εζήτουν αλμυρά αρτύματα και οίνον, ίνα δροσίζωσι και ξηραίνωσι τον λάρυγγα εναλλάξ, αμιλλώμενοι ως οι δαιτυμόνες του Μιθριδάτου τις προς τινος περισσότερον να πίη".

Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1886 (Τυπογραφείο Ιωάννου Κασσανδρέως και Σίας, Εν Αθήναις, 1866). Από τότε ακλούθησαν πολλές επανεκδόσεις του από διάφορους εκδοτικούς οίκους όπως: Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη – 2009 και 2011, Α. Α. Λιβάνης – 2009, Στρατηγικές εκδόσεις - 2008, Ελληνικά Γράμματα – 2005 και 2006, Μεταίχμιο – 2005, Βερέττας – 2005, Πελεκάνος – 2005, Ενάλιος – 2001, DeAgostini Hellas – 2000, Πάπυρος – 1995, Ερμής – 1993, Ωρόρα – 1993, Βιβλιοπωλείον της Εστίας – 1993, Εξάντας – 1988, Νεφέλη – 1988, Αφοί Τολίδη – 1971, Πέλλα – [χ.χ].


Κυκλοφόρησαν επίσης κατά καιρούς και αρκετά βιβλία τα οποία αναφέρονται στο συγκεκριμένο βιβλίο του Ροΐδη. 



[1] Ροΐδης, Εμμαουήλ. Η Πάπισσα Ιωάννα. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2005.
[2] Εγκύκλιος της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αρ. 5688/4-4-1866.
[3] Μελετόπουλος, Χαρίλαος Δ. Η αλήθεια περί της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Αθήναι: Αδελφοί Περρή, 1881. http://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?filename=/var/www/tkl-portal-neo//metadata/a/3/3/attached-metadata-312-0000218/146559.pdf&pageno=98&pagestart=1&width=394&height=576&maxpage=120&lang=en
[4] Απαγορευμένα βιβλία, σ.35
[5] Πάπισσα Ιωάννα, σελ. 190, 205 και 207
[6] Πάπισσα Ιωάννα, σελ. 191
[7] Πάπισσα Ιωάννα, σελ. 191, 195 και 199
[8] Πάπισσα Ιωάννα, σελ. 306-307, 309-313
[9]  "Η Κηδεία του Ροΐδου" Σκριπ, Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 1904, Περ. Γ', αρ. 7621, σελ. 1, ανάκτηση 29/06/2009
[10] Α.Μ. Ανδρεάδου, Εμμ. Ροΐδης, βιογραφικόν σημείωμα, εν Αθήναις 1911, σελ. ε'-ο'
[11] βλ. Λιακοπούλου Ανδρονίκη, άρθρο στην Ιστορία Εικονογραφημένη, εκδ. Πάπυρος, τεύχ. 453 (2006), σελ. 101
[12] Τζιόβας, Δημήτρης. Οι τύχες της Πάπισσας Ιωάννας. Το Βήμα, 17 Οκτ. 2004. http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=114&artid=161819&dt=17/10/2004#ixzz0j7jRVzC4
[13] Τζιόβας ο.π.
[14] Μελετόπουλος ο.π., σ. 88-96
[15] Βουτιερίδης Ηλίας, Σύντομη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα: Μιχαήλ Σ. Ζηκάκη, 1933, σ. 394-395.

Δεν υπάρχουν σχόλια: